ἀναυξήτου

ἀναυξήτου
ἀναύξητος
without augment
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χάζω — Α 1. αφαιρώ κάτι από κάποιον («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς», Ομ. Οδ.) 2. αποσύρομαι, οπισθοχωρώ («ὁ δὲ χασάμενος πολεμίχθη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χάζω (< *χαδjω) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *gheә1 τής ΙΕ ρίζας *ghē «είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”